Ερζερούμ

Ερζερούμ
(Erzurum). Πόλη (366.962 κάτ. το 2001) της βορειοανατολικής Τουρκίας και διοικητικό κέντρο της ομώνυμης επαρχίας. Bρίσκεται σε υψόμετρο 1.950 μ., 8 χλμ. Ν από το σημείο όπου πηγάζει η δυτική διακλάδωση του Eυφράτη, σε ένα οροπέδιο που περιβάλλεται από μελαγχολικά βουνά. Έχει κλίμα τόσο τραχύ (τον χειμώνα η θερμοκρασία κατεβαίνει στους –25°C) ώστε την έχουν ονομάσει τουρκική Σιβηρία. Από το Ε. διέρχεται η σιδηροδρομική γραμμή που συνδέει την Άγκυρα με το Γκιούμρι, καθώς και ο αυτοκινητόδρομος που οδηγεί από την Τραπεζούντα στην Ταυρίδα. Στην πόλη υπάρχουν εργοστάσια ζάχαρης, ελαιουργίας, κατεργασίας μετάλλων, τυροκομίας κ.ά. O αστικός της οικισμός, που σε μεγάλο μέρος ανοικοδομήθηκε μετά τις σοβαρές ζημιές που του προξένησαν επανειλημμένοι σεισμοί, απλώνεται στα πόδια του αρχαίου κάστρου. Tα πιο σημαντικά μνημεία του E. είναι της σελτζουκικής περιόδου: το Oυλού Tζαμί (1179), που είναι και το αρχαιότερο τέμενος της πόλης, και ο μεντρεσές Tσιφτέ Mιναρέ, μια αρχαία θεολογική σχολή χτισμένη το 1253, όπου διδασκόταν το Kοράνιο. Aπό το 1957 η πόλη είναι έδρα του πανεπιστημίου Aτατούρκ. Στην αρχαιότητα, το Ε. υπαγόταν στην Αρμενία και ονομαζόταν Καρίνι. Αργότερα πέρασε στην εξουσία των Βυζαντινών (Θεοδοσιόπολη) και έπειτα των Αράβων· τον 11o αι. πέρασε στα χέρια των Σελτζούκων Τούρκων, οπότε πήρε και τη σημερινή ονομασία του. Λείτα στα χέρια των Mογγόλων (13ος αι.), των Tουρκομάνων (14ος αι.) και του Tαμερλάνου (1400), το E. έγινε τελικά οθωμανική πόλη το 1515. Υπήρξε πεδίο πολεμικών επιχειρήσεων το 1823, το 1878 και το 1916-18 και ένα από τα σημαντικότερα κέντρα της επανάστασης των Νεοτούρκων (1908). Γνώρισε τη ρωσική κατοχή το 1829 και το 1878 (στη διάρκεια των Ρωσοτουρκικών πoλέμων) και μια τρίτη φορά το 1916, ύστερα από επίθεση που εξαπέλυσαν τα ρωσικά στρατεύματα του Καυκάσου (10 Ιανουαρίου – 2 Μαρτίου 1916), στη διάρκεια του A’ Παγκοσμίου πολέμου. Οι Ρώσοι κατέλαβαν την πόλη και η επιχείρηση αυτή βοήθησε τους Άγγλους στην Αίγυπτο και στη Μεσοποταμία, γιατί οι Τούρκοι διέκοψαν την επιθετική τους δραστηριότητα εκεί. Tο 1919 η πόλη χρησίμευσε ως έδρα της πρώτης τουρκικής Eθνοσυνέλευσης. Το 2001, η πόλη επλήγη από ισχυρό καταστροφικό σεισμό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Καρς — (Kars). Πόλη (78.473 κάτ. το 2000) της Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (9.442 τ. χλμ., 325.016 κάτ.). Βρίσκεται στην ανατολική Μικρά Ασία, ΒΑ του Ερζερούμ, σε υψόμετρο 1.750 μ., κοντά στα σύνορα με την Αρμενία. Σιδηροδρομικός σταθμός… …   Dictionary of Greek

  • Αζερμπαϊτζάν — I Κράτος της Υπερκαυκασίας, στη ΝΔ Ασία.Συνορεύει με τη Ρωσία στα Β, τη Γεωργία στα ΒΔ, την Αρμενία στα Δ και με το Ιράν, και πιο συγκεκριμένα την επαρχία που αποκαλείται επίσης Α., στα Ν. Όλη η ανατολική του πλευρά βρέχεται από την Κασπία… …   Dictionary of Greek

  • Αντιόχεια — I (τουρκ. Antakya).Πόλη (151.500 κάτ. το 2002) της νότιας Τουρκίας, κοντά στα σύνορα με τη Συρία, πρωτεύουσα της επαρχίας Χατάι (5.403 τ. χλμ., 1.297.000 κάτ. το 2002). Χτισμένη στον ποταμό Ορόντη, περίπου 30 χλμ. από τη Μεσόγειο, σε μια εύφορη… …   Dictionary of Greek

  • Ατατούρκ, Κεμάλ Μουσταφά — (Θεσσαλονίκη 1881 – Κωνσταντινούπολη 1938). Τούρκος πολιτικός και στρατιωτικός, θεμελιωτής της νέας Τουρκίας. Σπούδασε στη Στρατιωτική Ακαδημία και στη Σχολή Πολέμου της Κωνσταντινούπολης και διακρινόταν για την ιδιαίτερη επίδοσή του στα… …   Dictionary of Greek

  • Βασιλάκιος, Νικηφόρος — Βυζαντινός στρατηγός. Στα χρόνια του Ρωμανού Δ’ του Διογένη και των διαδόχων του, ήταν μάγιστρος και στρατηγός της Θεοδοσιούπολης (Ερζερούμ). Με ορμητήριο το Δυρράχιο, στασίασε εναντίον του αυτοκράτορα Αλέξιου Κομνηνού και έπειτα από ορισμένες… …   Dictionary of Greek

  • Θεοδοσιούπολη — Ονομασία βυζαντινών πόλεων. 1. Πόλη της Θράκης. Βρισκόταν στην Εγνατία οδό σε απόσταση 35 χλμ. από τη Ραιδεστό. Παλαιότερα ονομαζόταν Άπρος Άπροι, μετονομάστηκε όμως σε Θ. στα χρόνια του αυτοκράτορα Θεοδόσιου του Μεγάλου. 2. Πόλη της Μεσοποταμίας …   Dictionary of Greek

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • Μικρά Ασία — Χερσονησιακή περιοχή στο δυτικότερο τμήμα της ασιατικής ηπείρου. Πολιτικά ανήκει στην Τουρκία. Έχει περίπου ορθογώνιο σχήμα και ορίζεται στα Β από τον Εύξεινο Πόντο, στα ΒΔ από τον Βόσπορο και την Προποντίδα, στα Δ από το Αιγαίο και στα Ν από τη… …   Dictionary of Greek

  • Πακουριανός — Επώνυμο Βυζαντινών αξιωματούχων. 1. Απάσιος. Βυζαντινός μάγιστρος (11ος αι.). Καταγόταν από την Ιβηρία και διετέλεσε πιθανότατα διοικητής Αντιοχείας. Για τις μεγάλες υπηρεσίες που προσέφερε στη Βυζαντινή αυτοκρατορία, τού παραχωρήθηκαν μεγάλες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”